- κοιλαδογέφυρα
- ηοδικό ή σιδηροδρομικό τεχνικό έργο, κατασκευασμένο σε μεγάλο υψος πάνω από ένα εδαφικό βύθισμα και αποτελούμενο συνήθως από πολλά ανοίγματα, το οποίο χρησιμεύει για τη ζεύξη μιας κοιλάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλάδα + γέφυρα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Talbrucke].
Dictionary of Greek. 2013.